ἡδύχρουν

ἡδύχρουν
ἡδύχρους
of sweet complexion
masc/fem acc sg
ἡδύχρους
of sweet complexion
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηδύχρους — ἡδύχρους, ουν και οος, οον (AM) 1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα») 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν γένος εντόμων τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • μετάκειμαι — (Α) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος αλλού, κείμαι σε άλλο μέρος («εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», Πλάτ.) 2. είμαι αλλαγμένος, έχω υποστεί μεταβολή («ἐφ ἡμῶν μετάκειται τὸ ἔθος», Διον. Αλ.) 3. (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”